- σούμα
- η(λ. λατ.), άθροισμα: Στο τέλος θα κάνουμε τη σούμα, για να δούμε πόσα πρέπει να πληρώσεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σούμα — (I) η, Ν 1. άθροισμα, σύνολο 2. φρ. «κάνω τη σούμα» προσθέτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. summa «σύνολο, άθροισμα», ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού summus «μέγιστος, ύψιστος, ολόκληρος»]. (II) η, Ν ρακί που προέρχεται από την πρώτη απόσταξη, τσίπουρο … Dictionary of Greek
σουμάρω — Ν κάνω σούμα, αθροίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σούμα (Ι) «άθροισμα» + κατάλ. άρω (πρβλ. γουστ άρω)] … Dictionary of Greek
ДИМИТРИЙ КИДОНИС — ДИМИТРИЙ КИДОНИС (Δημήτριος Κυδώνης) (ок. 1324, Фессалоника ок. 1398, Крит) византийский ученый, государственный деятель, переводчик. Став жертвой восстания зилотов в Фессалонике, примкнул в 1347 к императору Иоанну VI Кантакузину, сделавшему … Философская энциклопедия
άθροισμα — Το συγκεντρωμένο πλήθος ανθρώπων ή πραγμάτων. (Βοτ.) Ταξινομική μονάδα κατάταξης των φυτών, αντίστοιχη του όρου φύλο, που χρησιμοποιείται για τη συστηματική κατάταξη των ζώων. Το φυτικό βασίλειο υποδιαιρείται συνολικά σε 17 α. ή διαιρέσεις:… … Dictionary of Greek
σουμάριον — τὸ, Α επιτομή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. summarium < summa «σούμα, άθροισμα»] … Dictionary of Greek
σουμάρισμα — το, Ν η σούμα, το άθροισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουμάρω + κατάλ. ισμα < ρ. σε ίζω (πρβλ. παρκάρω: παρκάρισμα)] … Dictionary of Greek
στεμφυλόπνευμα — το, Ν οινόπνευμα από την απόσταξη στεμφύλων, κν. σούμα, τσίπουρο ή τσικουδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέμφυλο + πνεύμα (πρβλ. οινό πνευμα)] … Dictionary of Greek
Κόμπε — (Kobe). Πόλη (1.493.595 κάτ. το 2000) της Ιαπωνίας, πρωτεύουσα του νομού Χιόγκο (8.381 τ. χλμ., 5.550.573 κάτ.). Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νησιού Χονσού. Παλαιότερα η πόλη ήταν γνωστή με την ονομασία Oβάντα. Εκτείνεται στα Β ανάμεσα στα βουνά … Dictionary of Greek
Λούθηρος, Μαρτίνος — (Martin Luther, Άισλεμπεν 1483 – 1546). Γερμανός θεολόγος. Καταγόταν από οικογένεια χωρικών και ανατράφηκε με τον συνήθη, για τα δεδομένα εκείνης της εποχής, τρόπο, όπου κυριαρχούσαν η πειθαρχία και η ευσέβεια. Διεξήγαγε τις εγκύκλιες σπουδές του … Dictionary of Greek